- συσπειρῶσα
- συσπειράομαιpres part act fem nom/voc sg (attic epic doric ionic)συσπειράωcontractpres part act fem nom/voc sg (attic epic doric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
συσπειρώνω — συσπείρωσα, συσπειρώθηκα, συσπειρωμένος 1. συναθροίζω πολλούς γύρω από κάποιον: Συσπείρωσαν τις δυνάμεις τους. – Συσπειρώθηκαν γύρω από τον αρχηγό τους. 2. κουλουριάζω … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
συσπειρώνω — συσπειρώνω, συσπείρωσα βλ. πίν. 3 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής